bosko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bosko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bosko | boskoj |
αιτιατική | boskon | boskojn |
bosko (eo)
- το άλσος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bosko | boskoj |
αιτιατική | boskon | boskojn |
bosko (eo)