border on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | border on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | borders on |
αόριστος | bordered on |
παθητική μετοχή | bordered on |
ενεργητική μετοχή | bordering on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαborder on (en)
- κινούμαι στα όρια, προσεγγίζω κάτι, ειδικά ένα δυνατό ή δυσάρεστο συναίσθημα ή ιδιότητα
- ⮡ The reporting that covered the funerals of the victims of the aviation tragedy bordered on sensationalism.
- Το ρεπορτάζ που κάλυψε της κηδείες των θυμάτων της αεροπορικής τραγωδίας, κινήθηκε στα όρια του κιτρινισμού.
- ⮡ Your suggestion borders on the absurd.
- Η πρότασή σου προσεγγίζει το παράλογο.
- ⮡ The reporting that covered the funerals of the victims of the aviation tragedy bordered on sensationalism.
- συνορεύω
- ⮡ My garden borders on his.
- Ο κήπος μου συνορεύει με το δικό του.
- ⮡ My garden borders on his.