ενεστώτας border on
γ΄ ενικό ενεστώτα borders on
αόριστος bordered on
παθητική μετοχή bordered on
ενεργητική μετοχή bordering on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
border on < → δείτε τις λέξεις border και on

border on (en)

  1. κινούμαι στα όρια, προσεγγίζω κάτι, ειδικά ένα δυνατό ή δυσάρεστο συναίσθημα ή ιδιότητα
    ⮡  The reporting that covered the funerals of the victims of the aviation tragedy bordered on sensationalism.
    Το ρεπορτάζ που κάλυψε της κηδείες των θυμάτων της αεροπορικής τραγωδίας, κινήθηκε στα όρια του κιτρινισμού.
    ⮡  Your suggestion borders on the absurd.
    Η πρότασή σου προσεγγίζει το παράλογο.
  2. συνορεύω
    ⮡  My garden borders on his.
    Ο κήπος μου συνορεύει με το δικό του.