bonvena
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bonvena | bonvenaj |
αιτιατική | bonvenan | bonvenajn |
bonvena (eo)
- ĉiuj estas bonvenaj - ο καθένας είναι ευπρόσδεκτος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bonvena | bonvenaj |
αιτιατική | bonvenan | bonvenajn |
bonvena (eo)