bonkoreco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bon.koˈɾe.t͡so/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bonkoreco | bonkorecoj |
αιτιατική | bonkorecon | bonkorecojn |
bonkoreco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bonkoreco | bonkorecoj |
αιτιατική | bonkorecon | bonkorecojn |
bonkoreco (eo)