bondeziro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bondeziro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bondeziro | bondeziroj |
αιτιατική | bondeziron | bondezirojn |
bondeziro (eo)
- η ευχή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bondeziro | bondeziroj |
αιτιατική | bondeziron | bondezirojn |
bondeziro (eo)