bonŝanca
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bonŝanca < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bonŝanca | bonŝancaj |
αιτιατική | bonŝancan | bonŝancajn |
bonŝanca (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bonŝanca | bonŝancaj |
αιτιατική | bonŝancan | bonŝancajn |
bonŝanca (eo)