bombono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bombono | bombonoj |
αιτιατική | bombonon | bombonojn |
bombono (eo)
- η καραμέλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bombono | bombonoj |
αιτιατική | bombonon | bombonojn |
bombono (eo)