Ετυμολογία

επεξεργασία
boilerplate < boiler + plate

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
boilerplate boilerplates

boilerplate (en)

  1. στερεότυπο κείμενο, τυποποιημένο κείμενο
  2. κείμενο φόρμας (έτοιμη αίτηση ή έγγραφο με στερεότυπες εκφράσεις)
  3. (μηχανολογία) έλασμα λέβητα, φύλλο χαλκού ή χάλυβα που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ενός λέβητα
  4. (πληροφορική) συνώνυμο του boilerplate code

Δείτε επίσης

επεξεργασία