γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bobineur bobineurs
θηλυκό bobineuse bobineuses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bobineur (fr)

  1. αρσενικό ή θηλυκό αυτός/αυτή που φτιάχνει μπομπίνες
  2. αρσενικό συσκευή που πραγματοποιεί ηλεκτρικές μπομπίνες
  3. θηλυκό μηχανή που οδηγεί σύρμα ή κλωστή πάνω στη μπομπίνα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη bobine