bobeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bobeno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bobeno | bobenoj |
αιτιατική | bobenon | bobenojn |
bobeno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bobeno | bobenoj |
αιτιατική | bobenon | bobenojn |
bobeno (eo)