boao
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- boao < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | boao | boaoj |
αιτιατική | boaon | boaojn |
boao (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | boao | boaoj |
αιτιατική | boaon | boaojn |
boao (eo)