bluso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bluso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bluso | blusoj |
αιτιατική | bluson | blusojn |
bluso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bluso | blusoj |
αιτιατική | bluson | blusojn |
bluso (eo)