Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bloomy < bloom + -y

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbluːmi/

  Επίθετο επεξεργασία

bloomy (en)

  1. ανθισμένος, ανθηρός
  2. ανθοσκέπαστος, καλυμμένος με/από άνθη

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία