blindulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- blindulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blindulo | blinduloj |
αιτιατική | blindulon | blindulojn |
blindulo (eo)
- ο τυφλός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blindulo | blinduloj |
αιτιατική | blindulon | blindulojn |
blindulo (eo)