Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bleuâtre < bleu + -âtre

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bleuâtre bleuâtres

bleuâtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό