blekado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blekado | blekadoj |
αιτιατική | blekadon | blekadojn |
blekado (eo)
- το ουρλιαχτό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blekado | blekadoj |
αιτιατική | blekadon | blekadojn |
blekado (eo)