bitumo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bitumo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bitumo | bitumoj |
αιτιατική | bitumon | bitumojn |
bitumo (eo)
- η άσφαλτος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bitumo | bitumoj |
αιτιατική | bitumon | bitumojn |
bitumo (eo)