bildrakonto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bildrakonto | bildrakontoj |
αιτιατική | bildrakonton | bildrakontojn |
bildrakonto (eo)
- τα κόμικς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bildrakonto | bildrakontoj |
αιτιατική | bildrakonton | bildrakontojn |
bildrakonto (eo)