bildo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bildo | bildoj |
αιτιατική | bildon | bildojn |
bildo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bildo | bildoj |
αιτιατική | bildon | bildojn |
bildo (eo)