bieno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bieno | bienoj |
αιτιατική | bienon | bienojn |
bieno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bieno | bienoj |
αιτιατική | bienon | bienojn |
bieno (eo)