ενικός         πληθυντικός  
bibliophile bibliophiles

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbɪb.li.ə.faɪl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bibliophile (en)

  1. ο βιβλιόφιλος
  2. ο συλλέκτης βιβλίων (ενδέχεται να μην ενδιαφέρεται στο διάβασμα αυτών)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bibliophile bibliophiles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bibliophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό