bibliografio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bibliografio < bibliografi + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bibliografio | bibliografioj |
αιτιατική | bibliografion | bibliografiojn |
bibliografio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bibliografio | bibliografioj |
αιτιατική | bibliografion | bibliografiojn |
bibliografio (eo)