betlehemo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- betlehemo < Betlehemo
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | betlehemo | betlehemoj |
αιτιατική | betlehemon | betlehemojn |
betlehemo (eo)
- η φάτνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | betlehemo | betlehemoj |
αιτιατική | betlehemon | betlehemojn |
betlehemo (eo)