ενικός         πληθυντικός  
bestiole bestioles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bestiole (fr) θηλυκό

  1. ζωάκι, ζωύφιο
  2. (μεταφορικά) (παρωχημένο) άμυαλη κοπέλα