beladono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | beladono | beladonoj |
αιτιατική | beladonon | beladonojn |
beladono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | beladono | beladonoj |
αιτιατική | beladonon | beladonojn |
beladono (eo)