bekvadrato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bekvadrato < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bekvadrato | bekvadratoj |
αιτιατική | bekvadraton | bekvadratojn |
bekvadrato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bekvadrato | bekvadratoj |
αιτιατική | bekvadraton | bekvadratojn |
bekvadrato (eo)