Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
beep beeps

  Ουσιαστικό επεξεργασία

beep (en) (μετρήσιμο)

  • το σήμα στον αυτόματο τηλεφωνητή
    Speak after the beep.
    Μιλήστε μετά από το σήμα.
     συνώνυμα: tone

  Πηγές επεξεργασία