beautifier
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
beautifier | beautifiers |
beautifier (en)
- καλλωπιστής, καλλωπίστρια
- (πληροφορική) συνώνυμο των: pretty-printer, code beautifier
ενικός | πληθυντικός |
beautifier | beautifiers |
beautifier (en)