Ετυμολογία

επεξεργασία
beautifier < beautify + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
beautifier beautifiers

beautifier (en)

  1. καλλωπιστής, καλλωπίστρια
  2. (πληροφορική) συνώνυμο των: pretty-printer, code beautifier

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία