bazaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bazaro | bazaroj |
αιτιατική | bazaron | bazarojn |
bazaro (eo)
- το παζάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bazaro | bazaroj |
αιτιατική | bazaron | bazarojn |
bazaro (eo)