baterio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baterio | baterioj |
αιτιατική | baterion | bateriojn |
baterio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baterio | baterioj |
αιτιατική | baterion | bateriojn |
baterio (eo)