Δείτε επίσης: Batave

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.tav/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
batave bataves

batave (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ιστορία) σχετικός με την περιοχή ή τον γερμανικό πληθυσμό της Batavie, περιοχή της κάτω Γερμανίας, που βρισκόταν στα βόρεια του Ρήνου κατά τη ρωμαϊκή εποχή
  2. (κατ’ επέκταση) σχετικός με τις Κάτω Χώρες και τους κατοίκους τους

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία