bastonado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bastonado | bastonadoj |
αιτιατική | bastonadon | bastonadojn |
bastonado (eo)
- το ξυλοκόπημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bastonado | bastonadoj |
αιτιατική | bastonadon | bastonadojn |
bastonado (eo)