bastiono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bastiono | bastionoj |
αιτιατική | bastionon | bastionojn |
bastiono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bastiono | bastionoj |
αιτιατική | bastionon | bastionojn |
bastiono (eo)