basgitaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | basgitaro | basgitaroj |
αιτιατική | basgitaron | basgitarojn |
basgitaro (eo)
- (μουσικό όργανο) το μπάσο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | basgitaro | basgitaroj |
αιτιατική | basgitaron | basgitarojn |
basgitaro (eo)