baseno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baseno | basenoj |
αιτιατική | basenon | basenojn |
baseno (eo)
- η λεκάνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baseno | basenoj |
αιτιατική | basenon | basenojn |
baseno (eo)