barre d'outils
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
barre d'outils | barres d'outils |
barre d'outils (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
barre d'outils | barres d'outils |
barre d'outils (fr) θηλυκό