Ετυμολογία

επεξεργασία
barata < barat + -a

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική barata barataj
αιτιατική baratan baratajn

barata (eo)

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

barata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος bari