barado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | barado | baradoj |
αιτιατική | baradon | baradojn |
barado (eo)
- το φράγμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | barado | baradoj |
αιτιατική | baradon | baradojn |
barado (eo)