banto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | banto | bantoj |
αιτιατική | banton | bantojn |
banto (eo)
- ο κόμπος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | banto | bantoj |
αιτιατική | banton | bantojn |
banto (eo)