bankuvo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bankuvo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bankuvo | bankuvoj |
αιτιατική | bankuvon | bankuvojn |
bankuvo (eo)
- η μπανιέρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bankuvo | bankuvoj |
αιτιατική | bankuvon | bankuvojn |
bankuvo (eo)