bankostumo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bankostumo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bankostumo | bankostumoj |
αιτιατική | bankostumon | bankostumojn |
bankostumo (eo)
- το μαγιό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bankostumo | bankostumoj |
αιτιατική | bankostumon | bankostumojn |
bankostumo (eo)