bankedo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bankedo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bankedo | bankedoj |
αιτιατική | bankedon | bankedojn |
bankedo (eo)
- το συμπόσιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bankedo | bankedoj |
αιτιατική | bankedon | bankedojn |
bankedo (eo)