bander
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbander (fr)
- (μεταβατικό) δένω με ταινία ή επίδεσμο
- il faut vite bander la blessure - πρέπει να κάνουμε γρήγορα έναν επίδεσμο
- (μεταβατικό) τεντώνω δυνατά
- Ulysse a bandé son arc - ο Οδυσσέας τέντωσε το τόξο του
- (αμετάβατο) (χυδαίο) ερεθίζομαι σεξουαλικά, έχω καύλες, μου σηκώνεται
- il bande - του σηκώνεται