Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɑ̃.de/
 

bander (fr)

  1. (μεταβατικό) δένω με ταινία ή επίδεσμο
    il faut vite bander la blessure - πρέπει να κάνουμε γρήγορα έναν επίδεσμο
  2. (μεταβατικό) τεντώνω δυνατά
    Ulysse a bandé son arc - ο Οδυσσέας τέντωσε το τόξο του
  3. (αμετάβατο) (χυδαίο) ερεθίζομαι σεξουαλικά, έχω καύλες, μου σηκώνεται
    il bande - του σηκώνεται