banĉambro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- banĉambro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | banĉambro | banĉambroj |
αιτιατική | banĉambron | banĉambrojn |
banĉambro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | banĉambro | banĉambroj |
αιτιατική | banĉambron | banĉambrojn |
banĉambro (eo)