balzamo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- balzamo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balzamo | balzamoj |
αιτιατική | balzamon | balzamojn |
balzamo (eo)
- το βάλσαμο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balzamo | balzamoj |
αιτιατική | balzamon | balzamojn |
balzamo (eo)