balot-aktiveco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balot-aktiveco | balot-aktivecoj |
αιτιατική | balot-aktivecon | balot-aktivecojn |
balot-aktiveco (eo)
- η « κίνηση » για την ψηφοφορία, το ποσοστό των ανθρώπων που πήγαν να ψηφίσουν