Ετυμολογία

επεξεργασία
balot-aktiveco < balot- + aktiveco

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική balot-aktiveco balot-aktivecoj
αιτιατική balot-aktivecon balot-aktivecojn

balot-aktiveco (eo)

  • η « κίνηση » για την ψηφοφορία, το ποσοστό των ανθρώπων που πήγαν να ψηφίσουν