balono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balono | balonoj |
αιτιατική | balonon | balonojn |
balono (eo)
- το μπαλόνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balono | balonoj |
αιτιατική | balonon | balonojn |
balono (eo)