Ουσιαστικό

επεξεργασία

ballot (en)

  1. η ψηφοφορία, η εκλογή
  2. το ψηφοδέλτιο



      ενικός         πληθυντικός  
ballot ballots

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ballot (fr) αρσενικό

  1. μικρό δέμα εμπορευμάτων
  2. μικρό δέμα με προσωπικά είδη (ρούχα, κλπ)
  3. (μεταφορικά) ανόητος, χαζός

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ballot ballots

ballot (fr) αρσενικό

  1. χαζός, ανόητος
  2. χαζομάρα