ballot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαballot (en)
- η ψηφοφορία, η εκλογή
- το ψηφοδέλτιο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ballot | ballots |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαballot (fr) αρσενικό
- μικρό δέμα εμπορευμάτων
- μικρό δέμα με προσωπικά είδη (ρούχα, κλπ)
- (μεταφορικά) ανόητος, χαζός
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ballot | ballots |
ballot (fr) αρσενικό