baletistino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baletistino | baletistinoj |
αιτιατική | baletistinon | baletistinojn |
baletistino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baletistino | baletistinoj |
αιτιατική | baletistinon | baletistinojn |
baletistino (eo)