balenosto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balenosto | balenostoj |
αιτιατική | balenoston | balenostojn |
balenosto (eo)
- η μπαλένα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balenosto | balenostoj |
αιτιατική | balenoston | balenostojn |
balenosto (eo)